παραδιαβάζω

παραδιαβάζω
αμετ. слишком долго, чересчур много читать или заниматься

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραδιαβάζω" в других словарях:

  • παραδιαβάζω — ΝΜ νεοελλ. διαβάζω πάρα πολύ, υπερβολικά μσν. διασκεδάζω, περνώ την ώρα μου …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραδιάβασμα — το [παραδιαβάζω] υπερβολικό διάβασμα …   Dictionary of Greek

  • παραδιαβασμός — ό, Μ [παραδιαβάζω] περιδιάβαση …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»